- χραισμήϊον
- τὸ, Αμέσο βοήθειας ή θεραπείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. -ήϊον, ουδ. τής κατάλ. -ήϊος (πρβλ. ἱερ-ήϊον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χραισμήιον — means of help neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραισμήια — χραισμήιον means of help neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραίσμημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χραισμῶ] χραισμήϊον* … Dictionary of Greek
χραισμήι' — χραισμήια , χραισμήιον means of help neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)